- καιετός
- καιετός, ὁ (Α)βλ. καιάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καιάδας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καἰετός — αἰετός , ἀετός eagle masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιετοί — καιετός a pit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιετούς — καιετός a pit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
CAEADAS — Graece Καιάδας,, barathrum erat prope Lacedaemonem, in quod malesicos conicere soliti erant; quemadmodum in Messeniacis Pausan. memorat, Aristomenem εἰς τὸν Καιἁδαν, in Caeadam, coniectum et ibi triduum commoratum, per sublustres> tenebras… … Hofmann J. Lexicon universale
καιετάεις — καιετάεις, εσσα, εν (Α) [καιετός] ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές τής γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ξυνωνία — ξυνωνία, ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) [ξυνών] σύλλογος, εταιρεία, συντροφιά («ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», Αρχίλ.) … Dictionary of Greek